ποτάμιος

ποτάμιος
-α, -ο / ποτάμιος, -ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ' ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ.
γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ.
δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.)
αρχ.
1. (για πόλεις ή περιοχές) παραποτάμιος
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ποτάμιος
προσωνυμία τής Αρτέμιδος
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ποτάμιος
όνομα μήνα στη Χαλκίδα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτάμια
τα ζώα και τα φυτά τών ποταμών
5. φρ. α) «ποτάμιος ἵππος» — ο ιπποπόταμος
β) «ποτάμιος χοῑρος» — είδος ψαριού τού Νείλου
γ) «ποταμία ναῡς» — ποταμόπλοιο
δ) «ποτάμιοι ναῡται» — ναύτες σε ποταμόπλοια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποτάμιος — of masc nom sg ποτάμιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίους — ποτάμιος of masc acc pl ποτάμιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιοι — ποτάμιος of masc nom/voc pl ποτάμιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… …   Dictionary of Greek

  • ποταμίαις — ποτάμιος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίαισι — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίαισιν — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίης — ποτάμιος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιαι — ποτάμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμι' — ποτάμια , ποτάμιον neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμιε , ποτάμιος of masc voc sg ποτάμιε , ποτάμιος of masc/fem voc sg ποτάμιαι , ποτάμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”